Σαφάρι

Αποτέλεσμα εικόνας για ακριθακης πινακες

-Εργάζεστε εδώ; , ρώτησε ο παππούς το Μάριο την πρώτη φορά που τον επισκέφτηκε στο γηροκομείο. Ο Μάριος σάστισε και πριν προλάβει να του απαντήσει τι λες ρε παππού, είδε τον κυρ- Στέφανο από το διπλανό κρεβάτι να του κάνει νόημα ότι ο παππούς τα έχει χαμένα. Ο Μάριος ήξερε ότι ο παππούς είχε άνοια. Κανείς δεν είχε ξεχάσει την ημέρα που στόλισε την πάπια του με κάτι πλαστικά λουλούδια που είχε βρει στο χωλ για να υποδεχτεί επισήμως τη γιατρό που τον κουράριζε. Το κινητικό του πρόβλημα είχε αρχίσει να γίνεται έντονο κι αποφασίστηκε να μεταφερθεί στο γηροκομείο της Παναγιάς της Οδηγήτριας.
-Από σήμερα ξεκίνησα, του απάντησε με πλήρη σοβαρότητα ο Μάριος. Ό,τι χρειαστείτε θα είμαι εδώ.
-Θέλω να με πας ένα σαφάρι, του είπε με λαχτάρα ο παππούς. Το έχω πεθυμήσει.
Ο Μάριος γύρισε το πρόσωπο για να συγκρατήσει το γέλιο του και κοιτούσε τον κυρ- Στέφανο που κουνούσε το κεφάλι. Δως μου τις σοκολάτες που του έφερες να τις φάω εγώ, είπε ο κυρ- Στέφανος στο Μάριο. Ο παππούς έχει ζάχαρο.

Την επομένη ο Μάριος πήγε στα Jumbo στο λιμάνι κι αγόρασε δύο πλαστικές καραμπίνες, ένα πλαστικό τιμόνι, δύο καπέλα και δύο στολές παραλλαγής. Πήγε στο γηροκομείο, σήκωσε τον παππού από το κρεβάτι και τον έβαλε στο καροτσάκι. Του φόρεσε το καπέλο και τη στολή και κάθισε δίπλα του στο κρεβάτι. -Εγώ θα οδηγώ, είπε στον παππού, εσύ θα προσέχεις μη μας επιτεθεί κανένα λιοντάρι. Κράτα το όπλο σου σε επιφυλακή. Το τιμόνι γύριζε και το αμάξι προχωρούσε στα άδυτα της ζούγκλας. -Ποτέ δεν έχω πάει σαφάρι, του είπε χαρούμενος ο παππούς. Μη χάνεις τη συγκέντρωσή σου, του απαντούσε αυστηρά ο Μάριος. Δεν ξέρεις από πού θα επιτεθεί το ζώο. Μετά από μια ώρα σταθερής πορείας μες στη ζούγκλα ο Μάριος με τον παππού πήραν το δρόμο της επιστροφής. Ο Μάριος σήκωσε τον παππού από το καροτσάκι και τον έβαλε στο κρεβάτι. -Καλά μου έλεγαν ότι είναι ωραίο το σαφάρι, είπε ο παππούς, να πάμε κι αύριο.

Μετά από μια εβδομάδα σταθερής πορείας στα δάση της Αφρικής ο Μάριος είδε τον παππού να χάνει τη χαρά του. Θέλω να δω κι ένα λιοντάρι επιτέλους, του είπε. Να το πυροβολήσω. Την επομένη ο Μάριος πήγε στα Jumbo κι αγόρασε ένα μεγάλο λούτρινο λιοντάρι. Το έκρυψε σε μια κούτα πίσω από το κρεβάτι του κυρ-Στέφανου. Την ώρα που το τζιπ πήγαινε μες στη ζούγκλα, ο Μάριος είπε στον παππού, κατεβαίνω από το αμάξι να ελέγξω την περιοχή, και σύρθηκε κάτω από το κρεβάτι του κυρ- Στέφανου. Ο παππούς ήταν σε επιφυλακή. Ο Μάριος έβγαλε το λούτρινο από την κούτα και σύρθηκε γρήγορα πίσω στο κρεβάτι του παππού. Κάθισε βιαστικά στο τιμόνι και έβαλε γρήγορα μπρος. Να, το λιοντάρι του είπε, άκου πώς βρυχάται! Πρόλαβα να το δω πριν πλησιάσει. Θα απομακρυνθούμε σε απόσταση ασφαλείας, έχε το νου σου να το πυροβολήσεις, να! το πλησιάζει, χτύπησέ το! κι ο παππούς σήκωσε το όπλο και στόχευσε. Την ώρα της εκπυρσοκρότησης, ο παππούς δε στήριξε το χέρι του καλά στην καρέκλα και έπεσε κάτω. Πέσαμε σε λακκούβα, του φώναξε ο Μάριος και τον σήκωσε γρήγορα στην καρέκλα. -Το προλαβαίνουμε το λιοντάρι; , ρώτησε με αγωνία ο παππούς. Ο Μάριος δεν του απάντησε βλέποντας τη νοσοκόμα να έρχεται με το δίσκο των φαγητών. Η νοσοκόμα τους κοίταξε επικριτικά και τράβηξε από το στόμα του κυρ- Στέφανου την ΙΟΝ αμυγδάλου που του είχε φέρει ο Μάριος.

Ο Μάριος τάισε τον παππού. Να’ σαι καλά, που μ’ έφερες στην Αφρική, του είπε. Από τον πόλεμο είχα να έρθω. Θυμάμαι τον αξιωματικό Μοντγκόμερυ να μου λέει, όταν θα τελειώσει ο πόλεμος στρατιώτη Καβουξίδη, θα σε πάω και σαφάρι στην Αφρική! Έσκασε η βόμβα δίπλα του και τον γύρισαν χωρίς πόδι στην Αγγλία. Εμείς πολεμήσαμε σα σκυλιά μέχρι το ‘43. Όταν γύρισα στην Ελλάδα, είπα θα πάω στην Αφρική μια φορά σαφάρι στη μνήμη του Μοντγκόμερυ. Ποτέ δεν τον ξαναείδα και δεν αξιώθηκα να ξαναπάω.

-Δεν ήξερα τι είχε περάσει ο παππούς στον πόλεμο στην Αφρική, είπε συγκινημένος το απόγευμα ο Μάριος στη μάνα του. Στο Ναγκασάκι να δεις τι πέρασε! , είπε η μάνα του στο Μάριο, ενώ έπλενε τα πιάτα.

Δύο μέρες μετά το θάνατο του παππού, ο Μάριος πήγε στο γηροκομείο για να δώσει τα χρήματα της εξοφλητικής απόδειξης. Πήρε την κούτα με το λούτρινο λιοντάρι και τα σύνεργα του σαφάρι. Ο κυρ- Στέφανος του έγνεψε κι ο Μάριος πήγε κοντά και του χάιδεψε το κεφάλι. Έβγαλε από την τσέπη του μια μεγάλη σοκολάτα γάλακτος και την άφησε στο κομοδίνο. Ο κυρ- Στέφανος του έκανε νόημα να την πάρει. -Τώρα τρώω μόνο υγείας , του είπε και γύρισε από την άλλη.

Σχολιάστε