Να επιτρέπεις να κερδίζει

 

the-boulevard-montmartre-at-night-1897
Camille Pissarro, The Boulevard Montmartre at night

Φεύγουμε πάλι μόνο για το ταξίδι, άσε τον Καβαφη στην άκρη, τώρα είμαστε εσύ κι εγώ και καμία ποίηση δεν κατάφερε ακόμα να μιλήσει για εμάς. Χανόμαστε στους δρόμους της ξένης πόλης με τη λαχτάρα του αγνώστου, δες αυτό το στενό, θα μπορούσε να είναι το σπίτι μας, δες τα νερά του ποταμού πώς μαυρίζουν τον χειμώνα, θα μπορούσαν να είναι τα άγχη μας, δες τα γυμνά πλατάνια, ειναι το σώμα σου ένα πρωινό Κυριακής. Περπατάμε σε δρόμους γεμάτους στρατιώτες, τα παρατεταμένα όπλα τους ξεγελιούνται ότι σκορπίζουν ζωή αντί για θάνατο, σε ρωτάω αν φοβάσαι, χαμογελάς και μου δείχνεις ένα ποντίκι που τρώει τα πεταμένα ψίχουλα που πέταξε ο μπροστινός διαβάτης.

Δηλαδή δεν φοβάσαι;

⁃ Όχι. Η Ευτυχία την Πέμπτη νίκησε τον καρκίνο. Να πάνε να γαμηθούν και τα όπλα και τα ποντίκια και τα ψίχουλα.

Καθόμαστε στο παγκάκι και ανάβεις τσιγάρο, όπως φωτίζεται το πρόσωπό σου από τη φλόγα του αναπτήρα θυμάμαι ότι από την αρχή ζήλεψα σε εσένα την ορμή που έμπαινες στους χορούς, εκείνο το πρώτο βράδυ στα Πετράλωνα. Τώρα με παίρνεις από το χέρι και χορεύω μαζί σου, αδέξια συνήθως, μέχρι να μάθω τα νέα βήματα. Αρχίζει να βρέχει, σηκωνόμαστε και τρέχουμε να μπούμε στην απέναντι στοά, έχει κάπνα και υγρασία, τα μάτια μας τσούζουν και το δέρμα μας γίνεται ένα με τον αέρα της ξένης πόλης.

Να καθίσουμε για καφέ;

⁃ Ρούμι, καλύτερα.

Χαζεύω πάλι το πρόσωπό σου, θα μπορούσα να σου μιλάω μέρες ολόκληρες για το πώς αλλάζει κάθε φορά που πέφτει πάνω του ένα διαφορετικό φως, πώς είναι το πρωί στο κρεβάτι, το μεσημέρι κάτω από τη σκιά μιας ακακίας, τώρα με το αμυδρό φως που διαπερνά το βιτρώ που σκεπάζει τη στοά. Δε λέω τίποτα, πάντα μένω αμίλητος μπροστά στην ομορφιά. Αλλά μαθαίνω πια να της επιτρέπω να κερδίζει.

Σχολιάστε