Ο άνθρωπος που σκότωσε τον Μπαράκ Ομπάμα

Αποτέλεσμα εικόνας για magritte

Δεν έχω σκουπίσει ακόμη το αίμα από τα χέρια μου. Το τζάμι του αυτοκινήτου έχει μια δαχτυλιά. Δε μιλάνε όταν οδηγούν. Ορκίζομαι να πω την αλήθεια.

Η αλήθεια, Γρηγόρη, είναι ψωμί να το φας. Όχι μόνο να το πάρεις ή να το δώσεις. Mου το είχε πει καθισμένος στο κεντρικό τραπέζι του καφενείου ο κυρ Γιάννης και ενώ κουνούσα το κεφάλι, τι του λες ρε Γιάννη και σε κοιτάει πάντοτε με το στόμα μισάνοιχτο, πετάχτηκε ο Νίκος της Ανδριανής. Και, γυρνώντας προς εμένα, καλά που χωρίς να γνωρίσεις τον πατέρα σου, βρήκες το Γιάννη. Αν δεν υπήρχε αυτός και η μητέρα σου, θα σε είχε φάει η μαρμάγκα. Πάντοτε θυμάμαι τα λόγια του κυρ Γιάννη, να τρίβεις καλά τα πιάτα και τα μαχαιροπίρουνα από την πράσινη πλευρά του σφουγγαριού. Θα σε πάρει η Πρόνοια, είπε ο κυρ-Γιάννης.

Η κουζίνα του κυρ Γιάννη έχει πολλά άσπρα πιάτα. Κάθε μέρα τρίβω αλλά σήμερα είπε ο κυρ Γιάννης θα είναι η τελευταία. Η κουζίνα αυτή έχει μια βρύση που στάζει. Αν δεν την κλείσεις καλά, τρέχει το νερό. Λένε στο χωριό για το νερό που δε μιλάει και για το τάισμα της βρύσης. Εγώ κάθε βράδυ, την ώρα που έφευγα, την έκλεινα καλά, για να μην τρέξει το νερό και πει κανένα ψέμα. Θα έρθεις και αύριο να δουλέψεις, με ρώτησε χτες ο κυρ Γιάννης. Και βέβαια, του είπα. Θα έρθουν δυο κύριοι να σε πάνε στην πόλη, μου είπαν κι ήμουν έτοιμος να κλείσω τη βρύση και να το βάλω στα πόδια.

Η μητέρα μου είναι ξαπλωμένη εδώ και μέρες. Μια φορά ενώ έτρεχα να ξεφύγω από τα παιδιά στην πλατεία, άνοιξε η μύτη μου και η άσπρη φανέλα μου γέμισε αίματα. Τα παιδιά γελούσαν και μ’ άφησαν να το σκάσω. Γυρνώντας στο σπίτι η μάνα μου με κοίταξε με βλέμμα λυπημένο, μου έβγαλε με βιασύνη τη ματωμένη φανέλα και μπούκωσε με βαμβάκι τη μύτη. Να σου πω ένα μυστικό;, με ρώτησε. Γι’ αυτό σ’ έβγαλα Γρηγόρη, δεν μπορούν να σε φτάσουν στο κυνήγι τα άλλα παιδιά.

Ο μπαμπάς ποτέ δεν έμαθε το μυστικό αυτό. Ένα βράδυ περπατώντας στο δρόμο τον ρώτησα, τι έχει πάνω το φεγγάρι, κι ο μπαμπάς απάντησε, τίποτα. Στάθηκα μια στιγμή να τον κοιτάω κι έσφιξα την πέτρα που κρατούσα στα χέρια μου. Πώς μπορεί να είναι έτσι, μπαμπά; Nα πάμε στο διάστημα και να μη βρούμε τίποτα;

Τρεις μέρες πριν στην τηλεόραση έπαιζε το δελτίο για το φόνο του Ομπάμα . Εγώ μπήκα στο καφενείο να πω ότι πριν από λίγο είχα δει έναν κύριο με κουστούμι έξω από το σπίτι μου που μιλούσε με τις γειτόνισσες και η κυρα Σταμάτα, έλα σπίτι μου να πιούμε καφέ, μου είπε, δε μου είχε προσφέρει ξανά καφέ. Δεν άκουσα την κυρα Σταμάτα και μπήκα στο σπίτι. Είδα τη μητέρα μου ακόμη ξαπλωμένη στο κρεβάτι, αλλά κάτασπρη, δε θα έχει σηκωθεί σκέφτηκα, γιατί έχει πυρετό. Κοίταξα για λίγο το δελτίο. Και ποιος τον σκότωσε, ρώτησα τον κυρ Γιάννη. Εσύ, ρε ζωντόβολο, απάντησε ο Νίκος. Και νά που αντί να τους πω για τη μάνα μου που έχει πυρετό, αυτός ο Νίκος βρήκε να με κατηγορήσει ότι σκότωσα τον Ομπάμα.

Μόλις οι δύο κύριοι άνοιξαν την πόρτα του καφενείου, άνοιξα βιαστικά το συρτάρι της κουζίνας κι όρμησα έξω να ξεφύγω αφήνοντας τη βρύση ανοιχτή. Περπατώντας στο δρόμο, θα σε πάρουν δυο κύριοι, είπα στον εαυτό μου και ήταν όπως εκείνη την ημέρα που γυρνώντας στο σπίτι με τη ματωμένη φανέλα η μάνα μου με κοίταξε θυμωμένη και αφού μου την έβγαλε με βία με πόνεσε και τι έχω κάνει για να αξίζω εσένα, μου φώναξε και με χτύπησε στο κεφάλι. Τότε εγώ είπα στον εαυτό μου ότι όλο αυτό ήταν ψέμα. Φτάνοντας μακριά απ’το καφενείο έβγαλα από την τσέπη του παντελονιού το μαχαίρι που πήρα από το συρτάρι και έκοψα ελαφρά τον καρπό μου ίσα να τρέξει αίμα. Σκούπισα το αίμα που έτρεχε στη μπλούζα μου και οι κηλίδες έγιναν πολλές, μου φάνηκαν σαν αίμα άλλου ανθρώπου. Εσύ σκότωσες τον Ομπάμα σκέφτηκα, σε βρήκαν οι αστυνομικοί, δεν μπορείς να κρυφτείς και μετά όχι όλο αυτό ήταν ψέμα του Νίκου. Αν όλο αυτό ήταν ψέμα όλη η ζωή θα ήταν ψέμα. Εγώ τον σκότωσα είπα στον εαυτό μου, εγώ τον σκότωσα και έβαψα με το αίμα του τη μπλούζα μου και γυρνώντας το δρόμο πίσω έφτασα στο καφενείο. Χτύπησα με δύναμη την πόρτα, μπήκα με βιασύνη μέσα κρατώντας στα χέρια μου το ματωμένο μαχαίρι και κοιτώντας προς το Νίκο που είχε μείνει αποσβολωμένος, παραδίνομαι, τους είπα.

Σχολιάστε