Evò panta ss’èsena penseo

πρώτη φορά ταξιδεύω για το εξωτερικό με πλοίο- είναι βαρετά και κλειστοφοβικά, κουνάει πολύ και ζαλίζομαι, ξαπλώνω σ ‘ένα τόσο δα μικρό κρεβάτι, προφανώς και χωράμε δυο εδώ και μετά μαυρίζουν όλα

σηκώνω με δυσκολία το σακίδιο για να βγω απ’ τη χαμηλοτάβανη καμπίνα, είναι βαριά τα βασικά μου που κουβαλάω εδώ μέσα, καπνός, σημειωματάριο, νοσταλγίες, φορτιστές, νερό, ροζ καραμέλες, κάθομαι απέναντι από ένα γιγάντιο βρεγμένο φινιστρίνι, απ’ έξω η θάλασσα ατέλειωτο γκρι, βάζω ακουστικά, δυναμώνω την ένταση κι απομονώνω τον κόσμο, δεν ακούω την τηλεόραση που είναι ανοιχτή στο πλάι μου, βλέπω όμως να περνάει μπροστά απ’τα μάτια μου ένα τρέιλερ ταινίας, προλαβαίνω να διαβάσω ‘είσαι η ψυχή μου, το αίμα μου’, μα  βέβαια, την έχω δει μια παραμονή πρωτοχρονιάς, στο τσακ αφότου άλλαξε ο χρόνος

κλείνω τα μάτια μου, είμαι σ ‘ένα πούλμαν με πολύ κόσμο, από μπροστά μου περνούν κόκκινοι στάβλοι στην αμερικανική επαρχία- εγώ με λουλουδάτη μακριά φούστα και καουμπόικες μπότες, εσύ με την κιθάρα σ ‘ένα front porch, ξύλινο πάτωμα και ξύλινα δοκάρια να στηρίζουν το σκέπαστρο, παίζεις ωραίους σκοπούς κι εγώ μπαινοβγαίνω στο σπίτι τραγουδώντας και χαμογελώντας, σε ρωτάω αν μαγαπάς κι εσύ απαντάς ρωτώντας ‘βγαίνει ο ήλιος απ’την ανατολή’;

βγαίνω βόλτα σε μια μικρή άγνωστη πολιτεία, κόσμος γύρω μιλά μια γλώσσα που μοιάζει με τη δικιά μου, δεν αποχωρίζομαι τα μπλε μου φετίχ, πίνω καφέδες απανωτούς κι αφήνω να λιώσει στο στόμα μου ένα τόσο δα σοκολατάκι, μοιράζομαι τα πάντα μου, εικόνες, κουβέντες, συναισθήματα, με όποιον τρόπο βρω πρόχειρο τη στιγμή που θέλω, πέφτω πάνω σ’έναν κακοφωτισμένο τοίχο που πάνω του γράφει με σπρέι ho due biglietti per sempre, andiamo? ti amo, εννοείται το μοιράζομαι κι αυτό, ειδικά αυτό

σε μια γωνιά του ξένου τόπου στέκει μια oρθόδοξη εκκλησία, είν’ανήμερα των φώτων κι έχει λειτουργία, με τραβούν οι άλλοι μέσα, δε θα’μπαινα  μόνη μου, καλά κάνουν-  ελάχιστος κόσμος, ψαλμωδίες με ξενική προφορά, ανάβω κερί στον άγιο πού’χει τ΄όνομά σου- είδες; τα πάντα απενοχοποιεί ο εγγονόπουλος

το βράδυ πολύς κόσμος τριγύρω μου παίζει μουσική και χορεύει, εγώ σε μια γωνιά πίνω νερό και καπνίζω και συγκινούμαι που βλέπω τον παππού πού’χει γενέθλια να με πλησιάζει, να μου πιάνει και τα δυο χέρια και να μου λέει κάτι που δεν καταλαβαίνω, μετά να γυρίζει, να παίρνει αγκαλιά -μαζί με το ακορντεόν του- τη γιαγιά και  να χορεύουν μαζί βαλς, ενώ τριγύρω παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα χτυπάνε σα δαιμονισμένοι τα ταμπουρέλα με χέρια που ματώνουν και τα πιο φωτεινά πρόσωπα πού’χω δει ποτέ μου

στο τσακ του αποχαιρετισμού, κάτω απ’τον συννεφιασμένο ουρανό, μια αγκαλιά- ela na se filiso- eisai bellissima, s’efkaristo

(για τον Γ. που το ζήτησε πριν μερικές ώρες)

 

Σχολιάστε