O κήπος

7fa230_384db47102434bc79b80e2fbf25299cd.jpg_srz_740_1188_85_22_0.50_1.20_01Κανένα εμπόδιο να ενωθούν πιστές καρδιές εγώ δε δέχομαι , διάβαζε η Μάρθα ενώ στεκόταν στην αποβάθρα του μετρό. Ώρα 9.15 σταθμός Χαλάνδρι μπλε γραμμή. Φορούσε εκρού παλτό και κόκκινο κασκόλ, γάντια κόκκινα. Είχε αποφασίσει να μη φορέσει τακούνια σήμερα. Είχε ήδη καθυστερήσει για την πρώτη ώρα της σχολής, ίσα που θα προλάβαινε να μπει στη δεύτερη. Δεν είχε πατήσει και πολύ στο πρώτο εξάμηνο, την ενδιέφεραν περισσότερο οι εξετάσεις για τη σχολή του Εθνικού. Προσπαθούσε να αποστηθίσει ένα ποίημα κι ένα μονόλογο στις διαδρομές των λεωφορείων και των μετρό. Έτσι είχε μάθει ολόκληρο τον Οιδίποδα τύραννο τα καλοκαίρια που ανεβοκατέβαινε στο εξοχικό στη Νέα Μάκρη.

Ο συρμός δεν ήταν γεμάτος, σπάνιο για ώρα πρωινή. Στάθηκε όρθια κοντά στην είσοδο κι ακούμπησε την πλάτη της στο χώρισμα των καθισμάτων. Στην οροφή και περιμετρικά του βαγονιού αφίσες με ένα μαύρο πήγασο σε ροζ φόντο κι μια σφίγγα με δέρμα λεοπάρδαλης. Ακριβώς απέναντι της στεκόταν ένας ρακένδυτος. Φαινόταν άστεγος. Η Μάρθα τον κοιτούσε με την άκρη του ματιού της πάνω από το τελείωμα του βιβλίου κι ενώ διάβαζε ‘’ δεν είν’ η αγάπη αγάπη που αλλάζει με του καιρού τις αλλαγές‘’ , διέκρινε το βλέμμα του καρφωμένο πάνω της. Γύρισε τη σελίδα με το κόκκινο γάντι και συνέχιζε να τον παρατηρεί πάνω από το τελείωμα του βιβλίου. Ο άστεγος ήταν γύρω στα σαράντα πέντε με γκρίζα μαλλιά και μούσια. Που και που ξεπετάγονταν κάτι ανοιχτές καστανές τρίχες. Τα μάτια του ήταν πράσινα, οι φλέβες στα χέρια του εξείχαν. Τα χέρια του ήταν στικτά και κατέληγαν σε κιτρινισμένα νύχια. Την κοίταξε πιο έντονα από όλες τις φορές. -Με θυμάσαι; , τη ρώτησε.

Η Μάρθα δυσκολεύτηκε να συγκρατήσει τη δυσαρέσκεια της ακόμα και στην ιδέα ότι της απηύθυνε το λόγο. Τον κοιτούσε ήρεμη. Δεν ήταν κι ο πρώτος τρελός που είχε συναντήσει στο μετρό. Δεν τους δίνεις σημασία και μετά πάνε σε άλλο βαγόνι. Τον κοίταξε χωρίς να απαντήσει. ‘’και ξεστρατάει με κάθε σκούντημα, σαν τόπι. όχι’’, της είπε. Η Μάρθα σάστισε, ήταν ο επόμενος στίχος του ποιήματος. Της φάνηκε αδιανόητο αυτός ο άστεγος να είχε διαβάσει το ποίημα. -Τώρα, κατάλαβες από πού γνωριζόμαστε, της είπε.

Ήρθε κοντά της και της έπιασε το χέρι. Η Μάρθα αντέδρασε. Η δύναμη των χεριών του αλλά και η αίσθηση ότι το πρόσωπό του δεν έκρυβε κάτι κακό δεν την έκαναν να φωνάξει. Με μια κίνηση του κορμού την ώθησε να κατεβάσει το σώμα της προς τα κάτω και να κάτσει οκλαδόν μαζί του στο πάτωμα του συρμού. Απέναντί τους κολλημένη η αφίσα του Φεστιβάλ Αθηνών, ένας μινώταυρος με ασπρόμαυρες ρίγες ζέβρας σε κίτρινο φόντο. -Δε θυμάσαι; , της είπε. -Προσπαθώ, άρχισε να του ψελλίζει.

Δέκα μέρες έχουν περάσει. Κοιμόμουν στην Κλαυθμώνος. Είχε βραδιάσει. Πέρασες φορώντας το ίδιο εκρού παλτό και τα κόκκινα γάντια. Είχε σπάσει το τακούνι σου στο ένα παπούτσι. Φαινόσουν χαμένη. Κάθισες στο παγκάκι δίπλα μου κι άρχισες να διαβάζεις το βιβλίο. Δε σε ένοιαζε αν κάποιος γύρω σου κοιμόταν. Συνέχιζες να μονολογείς ‘’είναι ένα σημάδι αιώνιο, σταθερό που απαρασάλευτο τις μπόρες αντικρύζει ’’. Η Μάρθα γύρισε και τον κοίταξε σαν να τον θυμόταν. Σε άκουγα και δε σε έδιωξα, έμαθα και ένα στίχο. Έλεγες τα λόγια και κοιτούσες τα δέντρα. Κάποια στιγμή σε ρώτησα ποιος το έχει γράψει και δε γύρισες ούτε καν να μου απαντήσεις. Εδώ είναι σαν κήπος, μου είπες. Το επαναλάμβανες συνεχώς , μέχρι που πέρασαν κάτι πιτσιρίκια και φώναξαν γελώντας : τα έχει παίξει η γριά. Σταμάτησες εκείνη τη στιγμή στο στίχο με το ναύτη. Θες τώρα, εδώ, να μου το διαβάσεις μέχρι το τέλος;

Η Μάρθα γύρισε το κεφάλι και σηκώθηκε. Κάποια άλλη φορά, κύριε. Εδώ δεν προλαβαίνω. Κατεβαίνω Ευαγγελισμό για να πάρω το 608 για το πανεπιστήμιο.

Μια σκέψη σχετικά μέ το “O κήπος

Σχολιάστε